- βρυχωμένων
- βρυχάομαιroarpres part mp fem gen plβρυχάομαιroarpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλουάτα — Πίθηκοι που ανήκουν στο μοναδικό γένος α. της υποοικογένειας των αλουατινών και αποκαλούνται πίθηκοι βρυχώμενοι (παλαιότερα μυκητές), επειδή στριγκλίζουν, προπάντων πριν βγει ο ήλιος το πρωί, το βράδυ με τη δύση του ήλιου και όταν προμηνύεται… … Dictionary of Greek